- ενηλλαγμένως
- ἐνηλλαγμένως (Α)(επίρρ. από τη μτχ. ενηλλαγμένος τού παθ. παρακμ. τού εναλλάσσω)1. κατά αντίστροφη θέση ή σειρά2. αμοιβαία, εναλλάξ («ἐνηλλαγμένως τοῑς ποσὶν ἵστασθαι» — πότε με το ένα, πότε με το άλλο πόδι εναλλάξ, Προκόπ. Γαζ.)3. παραλλαγμένα, αλλαγμένα.
Dictionary of Greek. 2013.